- καταλιθάσει
- побьёт камнями
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
καταλιθάσει — καταλιθάζω aor subj act 3rd sg (epic) καταλιθάζω fut ind mid 2nd sg καταλιθάζω fut ind act 3rd sg καταλιθάζω aor subj act 3rd sg (epic) καταλιθάζω fut ind mid 2nd sg καταλιθάζω fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)